- ὑπεσταλμένως
- ὑπεσταλμένως, Adv., ([etym.] ὑποστέλλω)A obscurely,
ἀλληγορῆσαι Heraclit. All.29
; opp. μετὰ παρρησίας, Sch.S.Aj.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλληγορῆσαι Heraclit. All.29
; opp. μετὰ παρρησίας, Sch.S.Aj.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεσταλμένως — obscurely indeclform (adverb) ὑποστέλλω draw in perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεσταλμένως — ΜΑ επίρρ. συγκρατημένα, με μετριοφροσύνη, με συστολή, συνεσταλμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεσταλμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑποστέλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek